ιουδαϊστής

ιουδαϊστής
ο (Α ἰουδαϊστής) [ιουδαΐζω]
αυτός που ιουδαΐζει, που είναι οπαδός τής ιουδαϊκής θρησκείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιουδαϊστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ιουδαΐζει, ο οπαδός της ιουδαϊκής θρησκείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”